- Ταυγέτης
- Ταϋγέτης , Ταϋγέτηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λακεδαίμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Λακωνικής, γιος του Δία και της νύμφης Ταϋγέτης. Παντρεύτηκε τη Σπάρτη, κόρη του Ευρώτα, από την οποία απέκτησε τον Αμύκλα, την Ευρυδίκη και ίσως την Ασίνη, τον Ίμερο και την Κλεοδίκη. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο… … Dictionary of Greek
Αλεσίαι — Αρχαία μικρή πόλη της Λακωνίας, κοντά στον σημερινό Μιστρά. Υπήρξε κέντρο λατρείας του Ποσειδώνα και του Λακεδαίμονα, γιου της νύμφης Ταϋγέτης. Εκεί ο Μύλης, ο γιος του Λέλεγα, άλεσε το πρώτο σιτάρι … Dictionary of Greek
Ευρώτας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Τρίτος βασιλιάς της Λακωνίας, εγγονός του Λέλεγα. Είχε μία κόρη, τη Σπάρτη, που την πάντρεψε με τον Λακεδαίμονα, γιο του Δία και της Ταϋγέτης. Για να αποχετεύονται τα νερά που λίμναζαν στη χώρα του άνοιξε διώρυγα και στο… … Dictionary of Greek
Κλήτα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις δύο Χάριτες –η άλλη ονομαζόταν Φάεννα ή Φάεινα– που λατρευόταν στη Σπάρτη. Ήταν μητέρα της Σπάρτης από τον Ευρώτα και ο γιος της Ταϋγέτης, Λακεδαίμων, ίδρυσε πρώτος ναό για να την τιμήσει, κοντά στην… … Dictionary of Greek
Πλειάδες ή Πούλια — (Αστρον.). Αστρικό άθροισμα στον αστερισμό του Ταύρου, που αποτελείται από σημαντικό πλήθος αστέρων. Ένας παρατηρητής με κανονική όραση μπορεί να διακρίνει έξι, ο Οβίδιος όμως αναφέρει ήδη την παρουσία έβδομου αστέρα. Ένα άτομο με οξεία όραση… … Dictionary of Greek